Ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, το οποίο αποτυπώνει τους απώτερους στόχους του μαθήματος των Θρησκευτικών (κατά την αντίληψη των συντακτών του νέου ΠΣ), καλούνται οι μαθητές της Α΄ Λυκείου να επεξεργαστούν στο πλαίσιο της "Ομαδοσυνεργασίας" ήδη στο πρώτο μάθημα. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το βιβλίο του F. Lenoir, Ο Χριστός φιλόσοφος, Μτφρ. Αιμ. Βαλασίδης, Αθήνα, Πόλις, 2010, σ. 320-326.
Ο συγγραφέας στηρίζεται στη γνωστή διήγηση της συνάντησης του Ιησού με τη Σαμαρείτισσα και στην απάντηση του Χριστού στο ερώτημα της Σαμαρείτισσας «πού πρέπει
να λατρεύουμε τον Θεό» ή με άλλα λόγια, ποια είναι η αυθεντική λατρεία. Ο Ιησούς της δηλώνει: «Πίστεψέ με, γυναίκα, είναι κοντά ο
καιρός που δεν θα λατρεύετε τον Πατέρα ούτε σ’ αυτό το βουνό ούτε στα
Ιεροσόλυμα», και προσθέτει: «είναι όμως κοντά ο καιρός, ήρθε κιόλας, που
οι πραγματικοί λάτρεις θα λατρεύσουν τον Πατέρα με τη δύναμη του Πνεύματος, που
αποκαλύπτει την αλήθεια».
Ο συγγραφέας μας, προϋποθέτοντας τα Ιεροσόλυμα και τη Σαμάρεια ως κέντρα δύο διαφορετικών θρησκειών, συμπεραίνει ότι η γυναίκα ουσιαστικά «αναρωτιέται ποια είναι η αληθινή θρησκεία» και ότι στην ερώτησή της «ο Ιησούς της απαντά: καμία». Θεωρεί μάλιστα ότι ο Ιησούς εδώ «κάνει ένα
εκπληκτικό βήμα σε σχέση με την ιστορία των θρησκειών. Τα λόγια που βάζει ο
Ιωάννης στα χείλη του Χριστού σημαίνουν ότι στο εξής καμία θρησκεία δεν είναι
ανώτερη από μια άλλη μπροστά στον Θεό. Δεν έχει σημασία αν είσαι Ιουδαίος ή
Σαμαρείτης (θα μπορούσαμε σήμερα να προσθέσουμε χριστιανός, ινδουιστής,
βουδιστής ή μουσουλμάνος) εφόσον, πέρα από την ποικιλομορφία των θρησκειών,
αυτό που μετράει είναι η αλήθεια της ιδιαίτερης σχέσης με τον Θεό. Ο Ιησούς
διαλύει τη θρησκευτική αποκλειστικότητα και υπονομεύει τον νομιμοποιητικό λόγο
όλων των θρησκευτικών παραδόσεων: την αξίωσή τους να είναι το κέντρο, η
υποχρεωτική οδός για τη σωτηρία. Ο Ιησούς θέλει να βοηθήσει τον άνθρωπο να
ξεπεράσει την εξωτερική θρησκεία... (χωρίς) να αμφισβητεί τη θρησκευτική
συμπεριφορά, την επικεντρώνει όμως στα ουσιώδη (σε μία λατρεία «εν Πνεύματι και
αληθεία»)».
Ο συγγραφέας μας όμως στρεβλώνει την αλήθεια και ερμηνεύει τη διήγηση και τον διάλογο κατά το δοκούν, αποβλέποντας στο τελικό συμπέρασμα, όπως διατυπώθηκε παραπάνω, δηλαδή σε έναν θρησκευτικό "αχταρμά".
Η Ιερουσαλήμ και το όρος της Σαμάρειας, στα χρόνια του Ιησού ήταν τόποι λατρείας. Δεν έχουμε επομένως να κάνουμε με δύο διαφορετικές θρησκείες (την ιουδαϊκή και τη σαμαρειτική), αλλά με δύο διαφορετικές λατρευτικές πρακτικές. Αυτό αποτελεί το πλαίσιο του διαλόγου. Η Σαμαρείτισσα, πριν ρωτήσει τον Ιησού, διαπιστώνει "Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης ει συ", προϋποθέτοντας το νοηματικό περιεχόμενο του όρου "προφήτης" στο πλαίσιο της ιουδαϊκής θρησκείας. Όταν λοιπόν τον ρωτά δεν τον ρωτά σαν κάποιον που ανήκει σε διαφορετική θρησκεία, αλλά σαν κάποιον που προέρχεται από τον ίδιο με αυτή θρησκευτικό χώρο, αλλά διαφορετικό ως προς τις λατρευτικές πρακτικές, και ικανό να της δώσει απάντηση στο ερώτημα που την απασχολεί. Επίσης ο Ιησούς δεν της απαντά όπως θα απαντούσε σε μια γυναίκα άλλης θρησκείας, αλλά σε κάποια η οποία πιστεύει και λατρεύει τον ίδιο Θεό με τους συμπατριώτες του Ιουδαίους. Άλλωστε αν είχαμε να κάνουμε με συνάντηση δύο προσώπων προερχόμενων από διαφορετικές θρησκείες, η συζήτηση αυτή δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα. Επομένως η απάντηση του Ιησού δεν αφορά τη θρησκεία, αλλά τη λατρεία. Αναφέρεται δηλαδή στη γνησιότητα της λατρείας, η οποία δεν ορίζεται ούτε από τόπους ούτε από τελετουργικά.
Με τον τρόπο αυτό αντιλήφθηκε ο Χριστιανισμός τον διάλογο, με αυτό τον τρόπο τον ερμήνευσε έως σήμερα και με αυτόν τον τρόπο διδασκόταν η διήγηση έως πέρισυ, με βάση το παλαιό βιβλίο θρησκευτικών της Α΄ Λυκείου.
Η ερμηνεία του Lenoir, όσο ενδιαφέρουσα και αν είναι, είναι εντελώς λανθασμένη. Η συμπερίληψη του κειμένου του Lenoir στον Οδηγό και η πρόταση διδασκαλίας με βάση αυτό και μάλιστα στο πλαίσιο μια μαθητοκεντρικής αντίληψης της διδασκαλίας, δεν μπορεί να είναι τυχαία ή αποτέλεσμα παρεξήγησης. Προφανώς αποτελεί συνειδητή επιλογή των μελών των επιτροπών σύνταξης του ΠΣ. Αναρωτιέμαι, όμως, γιατί να συμπεριληφθεί στα προτεινόμενα κείμενα:
Ως ένα κείμενο το οποίο θα πρέπει να αποδομηθεί από τον θεολόγο καθηγητή; Και πότε θα γίνει αυτό, αφού προηγουμένως οι μαθητές το μελετήσουν και εκφράσουν τη γνώμη του με το «Επ’ αυτού θα είχα να πω…»;
Ως ένα κείμενο που περιέχει μια διαφορετική οπτική ματιά στον κόσμο των θρησκειών και προτείνει τη σχετικοποίησή τους;
Ως ένα κείμενο που προτείνει την υπέρβαση των θρησκειών και την αναζήτηση της γνησιότητας της σχέσης με τον θεό έξω από τον χώρο τους;